ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο ιδεολόγος αγωνιστής, ο εργάτης των γραμμάτων, ο Βασίλης Ρώτας

Γεννήθηκε στο Χιλιομόδι σαν σήμερα 5 Μαΐου και άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στα Ελληνικά Γράμματα, την ποίηση, το Θέατρο, τη λογοτεχνία

Ο Βασίλης Ρώτας το 1944. Στο φόντο της εικόνας παράσταση του «Θεάτρου της ΕΠΟΝ»

Ο Βασίλης Ρώτας είδε το φως του ήλιου για πρώτη φορά στις 5 Μάη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας. Ήταν γιος μιας φτωχής οικογένειας χωρίς σταθερό εισόδημα και γι’αυτό το λόγο η οικογένειά του μετακομίζει αρχικά στην Κόρινθο και το 1903 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα.

Ο Ρώτας τελείωσε με άριστα το Βαρβάκειο, έχοντας από νωρίς ξεχωρίσει ως ιδιαίτερη προσωπικότητα μεταξύ των συμμαθητών του, καθώς η μεγάλη του αγάπη για την ευρύτερη μελέτη αλλά και η αντισυμβατική του συμπεριφορά είχαν εκδηλωθεί από νωρίς. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε στην Α´ Δημοτικού και το πρώτο του διήγημα στην Β´ Γυμνασίου.

Τελειώνοντας το σχολείο, γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στην συνέχεια στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους Κώστα Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη.

Εκείνη τη χρονιά, το 1910, ίδρυσε μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του την «Φοιτητική Συντροφιά», ένα πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας. Οι συζητήσεις και οι δράσεις τους ήταν γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.

Στους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πιάστηκε αιχμάλωτος και κλείστηκε στα στρατόπεδα του Γκέρλιτς και του Βερλ στη Γερμανία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη διετία 1921-1922 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου.

Αποστρατεύτηκε το 1927, «ως παθών εν πολέμω» και τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα με το βαθμό του συνταγματάρχη.

Ήδη από το 1917 με το ψευδώνυμο «Βασίλης Κορίνθιος» είχε κυκλοφορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων – κρυφός καημός» ενώ το 1924 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεταφραστική εργασία, η «Άννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι.

Το 1921 νυμφεύτηκε την παιδική του φίλη Κατερίνα Γιαννακοπούλου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον γιατρό Ρένο Ρώτα, την ηθοποιό και συγγραφέα Μαρούλα Ρώτα (απεβίωσε το 1996) και τον συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγό Νικηφόρο Ρώτα (1929-2004).

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και οργάνωσε το «Θεατρικό Σπουδαστήριο», στο οποίο δίδαξαν μεταξύ άλλων ο Μάρκος Αυγέρης, η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, ο Μάνος Κατράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης, καθώς και το «Θέατρο στο Βουνό» το 1944, σε συνεργασία με μέλη της ΕΠΟΝ.

Ο Ρώτας δημοσίευσε -πριν και μετά τον πόλεμο- ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα, ενώ κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου για τη μετάφραση των απάντων του Σέξπιρ. Ιστορική έμεινε η μετάφραση της κωμωδίας του Αριστοφάνη «Όρνιθες», που ανέβηκε τον καλοκαίρι του 1959 από το Θέατρο Τέχνης και προκάλεσε σάλο για τη σκηνοθετική ματιά του Καρόλου Κουν.

Άρθρα του, χρονογραφήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες δημοσιεύτηκαν στον παράνομο τύπο της Κατοχής, στα περιοδικά «Καλλιτεχνικά Νέα», «Ελεύθερα Νέα» και «Νεοελληνικά Γράμματα», στις εφημερίδες «Βραδυνή», «Πρωία», και «Εστία», καθώς και στα περιοδικά «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου (1961-1965) και «Λαϊκός Λόγος» (1965-1967).

Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1967 συλλαμβάνεται από την χούντα και εξορίζεται στην Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με τη σύντροφό του Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου.

Το 1974 ολοκληρώνει την μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με την Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε και εκδοτικά το 1985.

Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Βασίλη Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από την περίφημη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο δεκαετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνο οι επανεκδόσεις.

Ο Βασίλης Ρώτας έγραψε πολλά θεατρικά έργα, μοναδικά στο είδος τους, όπως: «Να ζει το Μεσολόγγι», Ρήγας ο Βελεστινλής, Ελληνικά νιάτα, Κολοκοτρώνης ή Η νίλα του Δράμαλη, Καραγκιόζικα Α΄ και Β΄ αλλά και τους στίχους πολλών γνωστών τραγουδιών όπως «Το Χριστινάκι» που μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός, το «Γελαστό Παιδί» που τραγούδησε η Μαρία Φαραντούρη, ο «ύμνος του ΕΑΜ», και άλλα πολλά στα περισσότερα εκ των οποίων τη μουσική έχει γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης.

Στην τελευταία του συνέντευξη στον Δ. Γκιώνη τα λόγια του έμειναν υποθήκη για τους νέους κάθε γενιάς: «… Να ‘ναι πάντα έτοιμοι γι’ αγώνες για την ελευθερία και την ειρήνη και να ‘ναι τίμιοι, συνεπείς, υπεύθυνοι και σεμνοί. Να κρατάνε άγρυπνο και νηφάλιο το πνεύμα του ελέγχου κι όποιον βλέπουν να διψάει για επιβουλή κι εξουσία να τον παραμερίζουν αμέσως. Και να μην ξεχνούν ποτέ πως εξουσία δίκαιη δεν υπάρχει».

Πέθανε το 1977 στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών.

Έρευνα-επιμέλεια-κείμενο: Γιώτα Χρ. Αθανασούλη

Πηγές:

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.