
Η πρόσφατη δέσμη εξαγγελιών της κυβέρνησης για μέτρα στήριξης ύψους 1 δισ. ευρώ προς ενοικιαστές, χαμηλοσυνταξιούχους και ευάλωτα νοικοκυριά αποτέλεσε αναμφίβολα μια αιφνιδιαστική παρέμβαση στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Από πρώτη ματιά, η πρόθεση για ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων φαίνεται όχι μόνο εύλογη αλλά και καλοδεχούμενη. Ωστόσο, η χρονική συγκυρία, το περιεχόμενο και ο τρόπος παρουσίασης των μέτρων δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα ως προς τα πραγματικά τους κίνητρα και τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά τους.
Στο επίκεντρο των ανακοινώσεων βρέθηκαν τρεις βασικές κατηγορίες παρεμβάσεων: η επιστροφή ενός μηνιαίου ενοικίου τον Νοέμβριο σε περίπου 948.000 νοικοκυριά, η εφάπαξ ενίσχυση 250 ευρώ σε 1,5 εκατομμύριο χαμηλοσυνταξιούχους και άτομα με αναπηρία, και η αύξηση κατά 500 εκατ. ευρώ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Πρόκειται για στοχευμένες ενέργειες, οι οποίες αναμφίβολα θα προσφέρουν ανακούφιση σε πληθυσμιακές ομάδες που έχουν επωμιστεί δυσανάλογο βάρος από την ακρίβεια και την πίεση του πληθωρισμού, ενώ η αύξηση στο ΠΔΕ προοιωνίζει τη δυνατότητα χρηματοδότησης νέων έργων που θα ανακουφίσουν και θα διευκολύνουν τους πολίτες σε επίπεδο υποδομών.
Ωστόσο, η πραγματική συζήτηση αρχίζει πέρα από τους αριθμούς και τις δημοσιονομικές διαβεβαιώσεις. Όταν μια κυβέρνηση που διανύει το μέσο της θητείας της προχωρά ξαφνικά σε γενναιόδωρες, μόνιμες – όπως τις αποκαλεί – παροχές, είναι εύλογο να τεθεί το ερώτημα: πρόκειται για οικονομικό σχεδιασμό με κοινωνικό πρόσημο ή για πολιτικό σχεδιασμό με εκλογικό πρόσημο;
Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών δείχνουν ξεκάθαρη φθορά στην εικόνα της κυβέρνησης, κυρίως λόγω της διαχείρισης κρίσεων, της ακρίβειας, και της αίσθησης αποστασιοποίησης από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Η στοχευμένη «ανακούφιση» σε χαμηλόμισθους ενοικιαστές και συνταξιούχους, δύο κατηγορίες που αποτελούν κρίσιμες δεξαμενές ψήφων, δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς άσχετη με την ανάγκη αναστροφής αυτής της φθοράς. Η πολιτική συγκυρία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πυκνώνουν οι φήμες περί πρόωρων εθνικών εκλογών, ενισχύουν αυτή την ανάγνωση.
Επιπλέον, η μακροπρόθεσμη αξία των μέτρων είναι αμφισβητήσιμη. Μια εφάπαξ επιδότηση ενοικίου ή ένα ετήσιο επίδομα δεν συνιστά δομική παρέμβαση σε ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας: την έλλειψη προσιτής στέγης για χαμηλόμισθους και κυρίως για χιλιάδες νέους και νέες. Αντιστοίχως, τα 250 ευρώ δεν αρκούν για να αντιστρέψουν τη φθίνουσα πορεία των πραγματικών εισοδημάτων των συνταξιούχων. Χωρίς μεταρρυθμίσεις, χωρίς επένδυση σε κοινωνικές πολιτικές με βάθος και διάρκεια, τέτοιου είδους μέτρα δεν παύουν να είναι πυροσβεστικές παρεμβάσεις – χρήσιμες μεν, προσωρινές δε.
Ακόμη και η επίκληση της “δημοσιονομικής ευχέρειας” που επιτρέπει τέτοιες παροχές – με το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 να φτάνει στο 4,8% του ΑΕΠ – δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό. Η εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών έχει δείξει ότι τέτοιου είδους πλεονάσματα είναι συχνά ευάλωτα σε εξωτερικές μεταβολές και η αλόγιστη χρήση τους μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα μεγαλύτερα από εκείνα που καλείται να λύσει. Πόσω μάλλον δε, όταν διανύουμε μια ρευστή περίοδο διεθνών μεταβολών τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.
Συνοψίζοντας, τα μέτρα του 1 δισ. ευρώ σίγουρα θα προσφέρουν ανακούφιση σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, και αυτό από μόνο του έχει αξία. Όμως ο τρόπος, ο χρόνος και η στόχευσή τους δεν αφήνουν περιθώρια για αθώες ερμηνείες. Η κυβέρνηση δείχνει να αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές πιέσεις – αλλά περισσότερο δείχνει να φοβάται τις πολιτικές συνέπειες αυτών των πιέσεων. Οι πολίτες καλούνται, γι’ άλλη μια φορά, να διαχωρίσουν την πραγματική στήριξη από την προεκλογική χειραψία.
Γιώτα Χρ. Αθανασούλη
Κατηγορίες:ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
















