
Γράφει ο Σάκης Δημόπουλος*
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις που εκδηλώνονται στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο ούτε μπορούν να ερμηνευθούν αποκλειστικά με όρους εθνικής πολιτικής. Αποτελούν έκφραση ευρύτερων δομικών πιέσεων και συνιστούν μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού κύματος αγανάκτησης, στο οποίο η συμφωνία ΕΕ – MERCOSUR λειτουργεί ως καταλύτης και σύμβολο βαθύτερων αντιφάσεων.
Για τον Έλληνα αγρότη, η MERCOSUR δεν είναι πλέον μια μακρινή γεωπολιτική ένωση χωρών της Λατινικής Αμερικής. Είναι η απειλή ότι η ευρωπαϊκή αγορά θα πλημμυρίσει από φθηνά αγροτικά προϊόντα, παραγόμενα με όρους που ο ίδιος δεν επιτρέπεται πλέον να χρησιμοποιεί. Στην ουσία, θεσμοθετείται ένας ανταγωνισμός χωρίς ίσους όρους που ευνοεί τις μεγάλες κλίμακες παραγωγής και συμπιέζει τη μικρή και μεσαία αγροτιά. Σε αυτή την εξίσωση, ο μικρός και μεσαίος αγρότης δεν αντιμετωπίζεται ως φορέας κοινωνικής συνοχής και τοπικής ανάπτυξης, αλλά ως μεταβλητή κόστους σε ένα μοντέλο εμπορίου που ευνοεί τις μεγάλες αγροτοβιομηχανίες και τις πολυεθνικές αλυσίδες τροφίμων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και του Green Deal, επιβάλλει στους Ευρωπαίους παραγωγούς αυστηρούς περιβαλλοντικούς και κανονιστικούς κανόνες: περιορισμό φυτοφαρμάκων, αγρανάπαυση, αυξημένο κόστος συμμόρφωσης. Την ίδια στιγμή, διαπραγματεύεται συμφωνίες που επιτρέπουν την εισαγωγή προϊόντων από χώρες της MERCOSUR, όπου τα περιβαλλοντικά, εργασιακά και υγειονομικά πρότυπα είναι σαφώς χαλαρότερα.
Αυτή η αντίφαση βρίσκεται στον πυρήνα των κινητοποιήσεων. Οι αγρότες δεν αντιδρούν μόνο στο αυξημένο κόστος ενέργειας ή στις χαμηλές αποζημιώσεις. Αντιδρούν σε ένα μοντέλο πολιτικής που τους ζητά να γίνουν «πράσινοι» και βιώσιμοι, ενώ ταυτόχρονα τους εκθέτει σε έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό που ακυρώνει οικονομικά αυτή τη μετάβαση. Η πράσινη μετάβαση, όμως, για να είναι κοινωνικά βιώσιμη, δεν μπορεί να εφαρμόζεται με όρους λογιστικής συμμόρφωσης. Χρειάζεται πολιτικές αναδιανομής, στήριξη του εισοδήματος και ενεργή συμμετοχή των αγροτών στη διαμόρφωση των κανόνων.
Στην Ελλάδα, ο πιο ευάλωτος είναι ο κτηνοτροφικός τομέας . Η προοπτική εισαγωγών βόειου κρέατος από τη Βραζιλία ή την Αργεντινή θα αποτελέσει υπαρξιακό ζήτημα για μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, που ήδη επιβιώνουν οριακά χάρη στις ενισχύσεις της ΚΑΠ. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι παρόμοιες κινητοποιήσεις ξεσπούν ταυτόχρονα στη Γαλλία, στο Βέλγιο και αλλού. Η MERCOSUR λειτουργεί ως κοινός παρονομαστής ενός ευρωπαϊκού αγροτικού αδιεξόδου. Αυτό το κοινό ευρωπαϊκό αγροτικό μέτωπο αναδεικνύει την ανάγκη για νέες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες εντός της Ευρώπης, με προοδευτικό πρόσημο, με στόχο τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και την επανατοποθέτηση της αγροτικής πολιτικής στον πυρήνα του κοινωνικού κράτους.
Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανιστεί ως απλός διαχειριστής ευρωπαϊκών περιορισμών, αποποιούμενη κάθε πολιτική ευθύνη. Στην πράξη, όμως, η αδυναμία της να υπερασπιστεί τους αγρότες στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις συνδυάζεται με μια βαθιά κρίση αξιοπιστίας στο εσωτερικό, που επιτείνεται από τις σοβαρές υποθέσεις κακοδιαχείρισης και αδιαφάνειας στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Όταν οι ενισχύσεις καθυστερούν, αμφισβητούνται ή γίνονται αντικείμενο σκανδάλων, καμία επίκληση «ευρωπαϊκών κανόνων» δεν αρκεί ως άλλοθι. Έτσι διαμορφώνεται ένα κλίμα γενικευμένης δυσπιστίας, όπου οι αγρότες αισθάνονται ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται μακριά από το χωράφι και χωρίς πραγματική κατανόηση της καθημερινής τους πραγματικότητας.
Ακόμη και αν η συμφωνία ΕΕ – MERCOSUR δεν εφαρμοστεί άμεσα, η ίδια της η ύπαρξη επηρεάζει την αγορά, τις τιμές και – κυρίως – την ψυχολογία των παραγωγών. Όταν ο αγρότης πιστεύει ότι αύριο θα ανταγωνίζεται προϊόντα χαμηλότερου κόστους χωρίς αντίστοιχη προστασία, παύει να επενδύει, να σχεδιάζει και να ελπίζει.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις, λοιπόν, δεν σχετίζονται με μία μονόπλευρη διεκδίκηση επιδοτήσεων. Είναι μια βαθιά πολιτική πράξη που ζητά μια διαφορετική ισορροπία μεταξύ ελεύθερου εμπορίου, περιβαλλοντικής πολιτικής και κοινωνικής συνοχής. Ταυτόχρονα θέλουν μια Ευρώπη που δεν θα μετατρέπει τον αγρότη σε τοπικό διαχειριστή οικολογικών στόχων, ενώ ταυτόχρονα τον εκθέτει σε παγκόσμιες αγορές χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Η MERCOSUR δεν είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των προβλημάτων. Είναι, όμως, ο καθρέφτης ενός μοντέλου που συσσωρεύει αντιφάσεις. Και αυτός ο καθρέφτης σήμερα στήνεται απέναντι στα τρακτέρ, ζητώντας πολιτικές απαντήσεις.
*O Σάκης Δημόπουλος είναι Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Νεμέας
















