ΙΣΤΟΡΙΚΑ

28η Οκτωβρίου: Εβραίοι και Άραβες αιχμάλωτοι στην Κόρινθο το 1941

Μια εν πολλοίς άγνωστη ιστορία από την έναρξη του πολέμου: η κράτηση μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων – Εβραίων και Αράβων – μαζί με άλλες εθνότητες που πολεμούσαν στον βρετανικό Στρατό εναντίον του Άξονα

Ο Νίκος Πουλόπουλος, ιστορικός από το Βραχάτι Κορινθίας και επίκουρος καθηγητής Ιστορίας και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Missouri – St. Louis, είναι από εκείνους που δεν αφήνουν τη μνήμη να ξεθωριάσει. Με συστηματική έρευνα σε ελληνικά και διεθνή αρχεία, αναδεικνύει ξεχασμένες σελίδες της Κατοχής, όπως εκείνη του στρατοπέδου Dulag 185 στην Κόρινθο, όπου κρατήθηκαν Εβραίοι και Άραβες αιχμάλωτοι πολέμου, την οποία παρουσίασε τον Απρίλιο του 2025 σε εκδήλωση του Κορινθιακού Εργαστηρίου Ιστορίας.
Με αφορμή τη δημόσια ομιλία του στην Κόρινθο, η κυρία Άννα Μαρία Δρουμπούκη γράφει ένα συγκλονιστικό κείμενο για τη λήθη, τη μνήμη και την ευθύνη της ιστορικής γνώσης το οποίο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο tanea.gr, και το οποίο αναδημοσιεύουμε παρακάτω:

Γράφει η Άννα Μαρία Δρουμπούκη*

Από το 1920, η Μεγάλη Βρετανία διοικούσε τη γεωγραφική περιοχή της Παλαιστίνης βάσει εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Το καθεστώς εντολής τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβρη του 1923, μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, περίπου 40.000 μέλη της εβραϊκής κοινότητας, της επονομαζόμενης τότε Γισούβ (εβραϊκός πληθυσμός στην Παλαιστίνη πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948), κατατάχθηκαν εθελοντικά για να συμμετάσχουν στην πολεμική προσπάθεια κατά των Ναζί – αριθμός ιδιαίτερα υψηλός σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της Γισούβ, που ανερχόταν σε περίπου 431.000 Εβραίους την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος. Το υψηλό αυτό ποσοστό εθελοντών είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο, αν αναλογιστεί κανείς την αμφιλεγόμενη στάση που τηρούσε η βρετανική διοίκηση απέναντι στον εβραϊκό πληθυσμό και ανατρέπει τις στερεοτυπικές θεωρήσεις των Eβραίων ως παθητικών υποκειμένων στη διάρκεια του πολέμου.

Οι πρώτοι εθελοντές κατατάχθηκαν σε μια πυροβολαρχία παράκτιου πυροβολικού στις 7 Σεπτεμβρίου 1939. Τον ίδιο μήνα άρχισε και η στρατολόγηση στο Βοηθητικό Σώμα Σκαπανέων (Auxiliary Military Pioneer Corps, AMPC). Οι πρώτες μονάδες ήταν μεικτές, αποτελούμενες από Εβραίους και ΆραβεςΠερίπου 3.200 εβραίοι εθελοντές υπηρέτησαν στο Σώμα Σκαπανέων. Οι Βρετανοί ξεκίνησαν το 1940 να δημιουργούν εβραϊκές μονάδες στο πλαίσιο των δυνάμεών τους. Ετσι ιδρύθηκαν 15 «εβραϊκές τάξεις Παλαιστίνης» και το 1942 σχηματίστηκε το «Παλαιστινιακό Σύνταγμα» (Palestine Regiment) με τρία εβραϊκά τάγματα και ένα αραβικό. Μέσω αυτών των δομών στρατεύτηκαν χιλιάδες εβραίοι παλαιστίνιοι εθελοντές σε διάφορες αποστολές (Β. Αφρική, Μεσόγειος)Το σύνταγμα πολέμησε στην Αίγυπτο και στις μάχες της Βόρειας Αφρικής. Εβραϊκές μονάδες πολέμησαν στο πλευρό των Συμμάχων στην Ελλάδα το 1941· εκεί σκοτώθηκαν 100 παλαιστίνιοι Εβραίοι και 1.700 αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς. Αργότερα, στις 6 Αυγούστου 1942, ο βρετανικός στρατός συγκρότησε το «Σύνταγμα Παλαιστίνης», αποτελούμενο από τρία εβραϊκά και ένα παλαιστινιακό αραβικό τάγμα. Ένα άγνωστο εν πολλοίς θέμα στην ελληνική ιστοριογραφία.

Η αιχμαλωσία στην Ελλάδα το 1941

Η Ελλάδα υπήρξε κομβικός τόπος αιχμαλωσίας και δοκιμασίας για εκατοντάδες εβραίους εθελοντές που υπηρετούσαν στις τάξεις του Βρετανικού Στρατού. Τον Μάρτιο του 1941 ελήφθη η απόφαση να σταλούν Λόχοι Σκαπανέων στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, ανάμεσά τους και περίπου 2.400 στρατιώτες από τον εβραϊκό πληθυσμό της Παλαιστίνης. Στις 21 Απριλίου, μετά την επιτυχία της γερμανικής επίθεσης, αποφασίστηκε η εκκένωση του Εκστρατευτικού Σώματος από την Ελλάδα.

Η μαζικότερη παράδοση σημειώθηκε στην Καλαμάτα, τη νύχτα της 28ης προς 29η Απριλίου 1941, όταν, παρά τη σχετική υπεροχή των συμμαχικών δυνάμεων, αποφασίστηκε η άνευ όρων παράδοση. Στην παραλία της Καλαμάτας συγκεντρώθηκαν περίπου 1.350 εβραίοι και Άραβες στρατιώτες (οι αριθμοί από τις διαφορετικές πηγές παραμένουν, ωστόσο, προβληματικοί) άοπλοι και εξαντλημένοι. Η σκηνή σφραγίστηκε από πανικό, αυτοσχεδιασμένες απόπειρες διαφυγής με βάρκες προς την Κρήτη και καταφυγή στα γύρω βουνά. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ πολλοί επανασυνελήφθησαν ή εκτελέστηκαν επιτόπου. Μάλιστα, σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στις 8 Μαΐου 2018 στο Δημοτικό Πάρκο Σιδηροδρόμων της Καλαμάτας, τιμήθηκαν οι πεσόντες και όσοι αγωνίσθηκαν στη Μάχη της Καλαμάτας του 1941, παρουσία πλήθους κόσμου και διεθνών εκπροσώπων. Στην τελετή συμμετείχαν γιοι, κόρες και εγγόνια των Απομάχων καθώς και μια ομάδα από το Ισραήλ, οι πρόγονοι των οποίων πολέμησαν με το Jewish Pioneer Corps που συμμετείχε στο Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα.

Από την Καλαμάτα οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στην Κόρινθο, όπου οι Γερμανοί είχαν στήσει πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί συγκεντρώθηκαν περίπου 11.000 αιχμάλωτοι από όλη την Πελοπόννησο, εκ των οποίων σχεδόν 1.900 Εβραίοι της Παλαιστίνης. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες: πείνα, κακές εγκαταστάσεις υγιεινής, επιδημίες. Η πείνα μάλιστα οδήγησε σε εκρήξεις έντασης μεταξύ βρετανών και εβραίων αιχμαλώτων. Παράλληλα, Έλληνες μικροπωλητές που επιτράπηκε να πλησιάσουν το στρατόπεδο πρόσφεραν τρόφιμα και φρούτα, που αποτέλεσαν πολύτιμη πηγή ανακούφισης. Το στρατόπεδο Κορίνθου παραμένει ένας, από τους πολλούς στην Ελλάδα, άγνωστος τόπος μνήμης του Β’ ΠΠ. Η μάχη της Κρήτης οδήγησε σε νέα μαζική αιχμαλωσία. Στα Σφακιά, στο Ηράκλειο και στον Γαλατά Χανίων, χιλιάδες στρατιώτες παραδόθηκαν σε μια χούφτα Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Μεταξύ αυτών βρέθηκαν περίπου 120 Εβραίοι της Παλαιστίνης, κυρίως της Pioneer Corps Company 606, που είχαν μεταφερθεί από τη Μήλο στην Κρήτη. Οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν σε πρόχειρο στρατόπεδο στον Γαλατά, σε συνθήκες ακραίας στέρησης, χωρίς πρόσβαση σε τρόφιμα ή επικοινωνία. Δίπλα τους κρατήθηκαν και έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στο πλευρό των Συμμάχων.

Από τα στρατόπεδα της Κορίνθου και της Κρήτης, οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν με τρένα μέσω Αθήνας και Λαμίας στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, σε στρατόπεδο μεταγωγών, κρατήθηκαν υπό αυστηρή επιτήρηση. Οι Γερμανοί απαγόρευσαν κάθε επαφή με τον τοπικό πληθυσμό, φοβούμενοι ότι πολλοί από αυτούς τους Εβραίους, όντας γεννημένοι στη Θεσσαλονίκη – κυρίως μέλη της Port Operating Company – θα μπορούσαν εύκολα να διαφύγουν και να αναμειχθούν με τον πληθυσμό. Σε αντίθεση με την Κόρινθο και την Αθήνα, όπου ο τοπικός πληθυσμός είχε δείξει ανοιχτή συμπάθεια, στη Θεσσαλονίκη επικρατούσε ήδη η ατμόσφαιρα φόβου και καταστολής από τις γερμανικές Αρχές.

Παράλληλα, άλλοι αιχμάλωτοι κατάφεραν να αποδράσουν στη Στερεά Ελλάδα, στον Βόλο και στη Λαμία, βρίσκοντας υποστήριξη από τον τοπικό πληθυσμό. Μερικοί εντάχθηκαν σε αντάρτικες ομάδες στην Ήπειρο, συνεχίζοντας τον αγώνα στο πλευρό της Αντίστασης.

Οι διαδρομές των εβραίων αιχμαλώτων στην Καλαμάτα, την Κόρινθο, την Κρήτη και στη Θεσσαλονίκη αναδεικνύει τη στενή σύνδεση της Ελλάδας με την εμπειρία αυτών των στρατιωτών. Η Ελλάδα δεν υπήρξε απλώς το πεδίο της αιχμαλωσίας τους, αλλά και τόπος συνάντησης με τον ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος άλλοτε τους προσέφερε στήριξη και βοήθεια, άλλοτε μοιράστηκε μαζί τους τη μοίρα της αιχμαλωσίας. Οι εμπειρίες αυτές εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της παρουσίας της εβραϊκής διασποράς στον πόλεμο και φανερώνουν πώς η Ελλάδα αποτέλεσε κρίσιμο σταυροδρόμι στη διαδρομή τους προς τα γερμανικά στρατόπεδα.

Η έρευνα του Νίκου Πουλόπουλου για το στρατόπεδο Κορίνθου

Ο καθηγητής Ελληνικού Πολιτισμού & Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Missouri – St. Louis Νίκος Πουλόπουλος έχει ερευνήσει το άγνωστο κεφάλαιο της κράτησης αιχμαλώτων πολέμου στο στρατόπεδο Κορίνθου. Στις 30 Απριλίου 2025, στο Δημοτικό Θέατρο Κορίνθου «Θωμάς Θωμαΐδης», πραγματοποιήθηκε μια σημαντική εκδήλωση μνήμης με θέμα το στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου Dulag (=στρατόπεδο διέλευσης) 185 και τη Μάχη του Ισθμού. Ο καθηγητής Πουλόπουλος παρουσίασε νέα στοιχεία από πολύχρονη έρευνα σε ελληνικά και διεθνή αρχεία, φωτίζοντας μια σελίδα της τοπικής αλλά και της διεθνούς ιστορίας που παραμένει ελάχιστα γνωστή. Ο Πουλόπουλος περιέγραψε τα γεγονότα του Απριλίου 1941, όταν οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Πελοπόννησο καταδιώκοντας περισσότερους από 25.000 στρατιώτες της Κοινοπολιτείας (Βρετανούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς κ.ά.) που αποχωρούσαν μέσω του Ισθμού προς την Κρήτη.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ:

Το στρατόπεδο της Κορίνθου ή Dulag 185 μετατράπηκε, σύμφωνα με τον Πουλόπουλο, στο μεγαλύτερο κέντρο συγκέντρωσης της περιοχής, προτού οι αιχμάλωτοι μεταφερθούν σε γερμανικά στρατόπεδα της Ευρώπης. Λειτούργησε για λίγους μήνες ως κέντρο συγκέντρωσης αιχμαλώτων υπό τη διοίκηση της 12ης Στρατιάς της Βέρμαχτ (Feldkommandantur 569). Έτσι, η Πελοπόννησος έγινε τόπος όπου διασταυρώθηκαν όχι μόνο οι μεγάλοι στρατιωτικοί σχεδιασμοί, αλλά και οι λιγότερο γνωστές ιστορίες αποικιακών στρατιωτών και Εβραίων μαχητών που μοιράστηκαν την ίδια μοίρα αιχμαλωσίας.

Οπως επεσήμανε ο κ. Πουλόπουλος, στο στρατόπεδο κρατήθηκαν περισσότεροι από 12.000 αιχμάλωτοι διαφόρων εθνοτήτων: Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Ιταλοί, Παλαιστίνιοι (Εβραίοι και Άραβες), Σέρβοι, Κύπριοι, Ινδοί και Σομαλοί. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν εξαιρετικά δύσκολες, ενώ οι κρατούμενοι παρέμειναν εκεί έως ότου μεταφερθούν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στη Γερμανία και αλλού. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους που κρατήθηκαν εκεί βρίσκονταν σχεδόν 2.000 στρατιώτες από τη Βρετανική Εντολή της Παλαιστίνης, μεταξύ των οποίων και μεγάλος αριθμός Εβραίων που είχαν καταταγεί εθελοντικά στον βρετανικό στρατό για να πολεμήσουν τις δυνάμεις του Άξονα.

Ο Νίκος Πουλόπουλος θεωρεί ότι το Dulag 185 αποτελεί ένα κομβικό, αλλά παραγνωρισμένο, κεφάλαιο της Κατοχής. Στο στρατόπεδο αυτό συναντήθηκαν στρατιώτες που δεν ανήκαν ούτε στη μία ούτε στην άλλη πλευρά του τοπικού διπόλου – ούτε Έλληνες ούτε Γερμανοί – και μοιράστηκαν την ίδια εμπειρία βίας και αιχμαλωσίας.

Η μαρτυρία του Εβραίου αιχμαλώτου Ραλφ Μπόγκο προσφέρει μια εικόνα από την καθημερινότητα του στρατοπέδου: δυσεντερία, ύπνος στο ύπαιθρο, μια φέτα ψωμί την ημέρα και υποκατάστατο καφέ. Αρχικά δεν υπήρχε σχεδόν καμία ιατρική φροντίδα, και οι μολυσματικές ασθένειες, ιδίως η δυσεντερία, ήταν συχνές. Αργότερα λειτούργησε ένας θάλαμος νοσοκομείου με 120 κλίνες, τον οποίο στελέχωναν Βρετανοί γιατροί και νοσοκόμοι, για τη νοσηλεία ασθενών και τραυματιών αιχμαλώτων.

Ο Eric Bardsley ήταν βρετανός στρατιώτης – ειδικότερα, διαβιβαστής στο Royal Corps of Signals (RCS). Πολέμησε στην Ελλάδα κατά την εκστρατεία του 1941 και άφησε γραπτή μαρτυρία με τίτλο Barbed Wire & Balkans. Στην προσωπική του αφήγηση περιγράφει τη διαδρομή του από τον Πειραιά, τη Βούλα, τη Θήβα, τη Λαμία, τη Λάρισα και τελικά τα Σέρβια στους πρόποδες του Ολύμπου. Από εκεί, με την κατάρρευση του μετώπου αναγκάστηκε να υποχωρήσει μέσω Αθήνας στην Πελοπόννησο και στην Κόρινθο, πριν καταλήξει στο Τολό, όπου έλαβε διαταγή να παραδοθεί.

Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν κατόπιν στο Ναύπλιο, όπου κρατήθηκαν για μερικές ημέρες στην αυλή ενός σχολείου. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Κόρινθο, στο στρατόπεδο διέλευσης Dulag 185, το οποίο αποτέλεσε την πρώτη «πραγματική» αιχμαλωσία τους. Ανάμεσά τους και ο Eric Bardsley, που περιγράφει με ζωντάνια την εμπειρία του. Στο Ναύπλιο πέρασαν τρεις μέρες σε μια σχολική αυλή, σχεδόν χωρίς τροφή, προτού μεταφερθούν στην Κόρινθο. Εκεί, στο στρατόπεδο διέλευσης Dulag 185, στεγάστηκαν σε παλιούς ελληνικούς στρατώνες με τσιμεντένια πατώματα, χωρίς κρεβάτια και με ελάχιστο φαγητό. Πολύ γρήγορα όλοι αρρώστησαν, υπέφεραν από ψείρες και αδυναμία, ενώ οι γυναίκες της περιοχής, παρά τον κίνδυνο, έριχναν φαγητό πάνω από τον φράχτη για να τους στηρίξουν. Οι Γερμανοί οργάνωναν τακτικές «απολυμάνσεις» με καυστικά χημικά, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρίες, οι αιχμάλωτοι λόγω της πείνας τους ονειρεύονταν τραπέζια γεμάτα φαγητά. Παρ’ όλα αυτά, οι κρατούμενοι επιχείρησαν να κρατήσουν το ηθικό τους με αυτοσχέδιες συναυλίες, ανάμεσά τους και μια αξέχαστη χορωδία Μαορί. Σχεδόν έναν μήνα μετά, νέοι αιχμάλωτοι από την Κρήτη γέμισαν το στρατόπεδο  ακόμα και ναύτες του καταδρομικού «HMS Gloucester», ξυπόλητοι, αφού είχαν σωθεί από το ναυάγιο. Τελικά, οι αιχμάλωτοι στοιβάχτηκαν σε βαγόνια ζώων για τη μεταφορά στη Θεσσαλονίκη και βορειότερα.

Για τον Bardsley, η Κόρινθος ήταν το σημείο όπου η ήττα και η περιπλάνηση μετατράπηκαν σε μια νέα, σκληρή πραγματικότητα αιχμαλωσίας, χαραγμένη για πάντα στη μνήμη του.

Το Dulag 185 και η απουσία του από την ιστοριογραφία και τη μνήμη

Παρότι αναφέρεται σε γερμανικά και βρετανικά στρατιωτικά έγγραφα και σε εκθέσεις του Ερυθρού Σταυρού, το Dulag 185 δεν έχει ακόμη αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μελέτης ούτε έχει βρει τη θέση του στη δημόσια μνήμη, στην Ελλάδα ή διεθνώς. Η απουσία αυτή δεν είναι απλώς αρχειακή αλλά και ιστοριογραφική και μνημονική: το στρατόπεδο βρίσκεται στη διασταύρωση πολλών «περιθωριακών» κατηγοριών – αποικιακών Εβραίων στρατιωτών, βραχυπρόθεσμων στρατοπέδων αιχμαλώτων πολέμου (POW camps), δεινών που γειτνιάζουν με τη Σοά – και έχει μείνει εκτός της ελληνικής, ισραηλινής και ευρωπαϊκής μνήμης.

Επιπλέον, η βιβλιογραφία για τη Σοά έχει παραδοσιακά αποκλείσει τους Εβραίους αιχμαλώτους πολέμου, ιδίως εκείνους εκτός της κατεχόμενης Πολωνίας ή Κεντρικής Ευρώπης, από το αναλυτικό της επίκεντρο. Οι εβραίοι και Άραβες Παλαιστίνιοι αιχμάλωτοι πολέμου αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση: ήταν αποικιακοί υπήκοοι με βρετανική στολή, αιχμάλωτοι ενός ευρωπαϊκού φασιστικού στρατού.

Στοιχεία για τους παλαιστίνιους εβραίους στρατιώτες στην Ελλάδα μπορεί να βρει κανείς στα Κεντρικά Σιωνιστικά Αρχεία της Ιερουσαλήμ και στο βρετανικό War Office. Εκεί, υπάρχουν και στοιχεία για τους Παλαιστίνιους Εβραίους στρατιώτες με καταγωγή απ’ την Ελλάδα.

Ένας εβραίος παλαιστίνιος στρατιώτης με καταγωγή απ’ την Ελλάδα

Ο Ιωσήφ Σαμουήλ Πασή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1912. Στη γενέθλια πόλη εξασκούσε το επάγγελμα του υποδηματεργάτη. Τον Σεπτέμβριο του 1932 μετανάστευσε στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη. Γύρω στα 1934, παντρεύτηκε στο Τελ Αβίβ την Πέρλα Γιουδά Χαλέγουα (Θεσσαλονίκη 1911), η οποία είχε μεταναστεύσει στη Γη του Ισραήλ έναν χρόνο μετά τον Ιωσήφ. Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες. Το 1939, ο Ιωσήφ εξασκούσε το επάγγελμα του αχθοφόρου στον λιμένα του Τελ Αβίβ.

Αντιγράφω από τον ιστότοπο του ισραηλινού υπουργείου Άμυνας:

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιωσήφ κατατάχθηκε εθελοντής στον Βρετανικό Στρατό, υπηρέτησε σε μονάδα μηχανικού και συμμετείχε σε μάχες εναντίον των Γερμανών στην Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό, συνελήφθη, δραπέτευσε, αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζί με τον αδελφό του, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα κατά την έναρξη του πολέμου. Στις 2 του Ταμούζ 5771 (2 Ιουλίου 1941), ο Ιωσήφ πέθανε σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας του Ιωσήφ:

Ο Ιωσήφ δεν πέθανε το 1941. Συνελήφθη μαζί με τη Μονάδα Λιμενικών Επιχειρήσεων- Εκσκαφείς, δραπέτευσε από την αιχμαλωσία και έφτασε στην οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Μαζί με την οικογένειά του, εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς το 1943. Εργάστηκε σε καταναγκαστικά έργα και εκεί συνάντησε και τους συναδέλφους του εκσκαφείς που είχαν συλληφθεί και εκτοπιστεί και εκείνοι. Όλες οι προσπάθειές τους να αλλάξουν το στάτους τους από Εβραίοι κρατούμενοι σε Βρετανοί αιχμάλωτοι πολέμου απέβησαν μάταιες. Ο Ιωσήφ δολοφονήθηκε [στο Άουσβιτς;].

Οι υπόλοιπες μικροϊστορίες των εβραίων παλαιστινίων στρατιωτών με καταγωγή από την Ελλάδα εξακολουθούν να παραμένουν θαμμένες στα συρτάρια των αρχείων, περιμένοντας το χέρι ενός ερευνητή να τις ανασύρει και να τις φωτίσει.

Αναδημοσίευση από tanea.gr

*Η κυρία Άννα Μαρία Δρουμπούκη είναι Ιστορικός, διδάσκουσα του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.