
Τα έθιμα και τα κάλαντα της παραμονής των Θεοφανείων όπως τα κατέγραψε ο Βασίλης Σαρλής στο έργο του «Λαογραφικά Σύμμεικτα Φενεού» – Τι πίστευαν για τους Καλικάντζαρους
Η παραμονή «των Φωτών» (Φώτων), στις 5 του Γενάρη, λέγεται και Πρωτάγιαση, επειδή ο παπάς φωτίζει, κάνει τον πρώτο αγιασμό. Πρωί πρωί γίνεται ο αγιασμός στην εκκλησία. Μόλις τελειώσει η λειτουργία, ο παπάς με το σταυρό στο ένα χέρι και στ’ άλλο ένα ματσάκι ρίγανη μαζί με δύο παιδιά που τον ακολουθούν βαστάζοντας μία τέσα (δοχείο) με αγιασμό το ένα και τ’ άλλο ένα καλάθι κι ένα σακούλι, περιέρχεται όλα τα σπίτια του χωριού και αγιάζει, φωτίζει, δηλαδή ραντίζει πρώτα τους ανθρώπους, που ασπάζονται το σταυρό και του φιλούν το χέρι, ύστερα τα δωμάτια, τα υπόγεια, ακόμα και τ’ αχούρια.
Στον παπά δίνουν διάφορα φιλοδωρήματα όπως στην τέσα ρίχνουν κέρματα, στο καλάθι βάζουν αυγά και στο σακούλι φιλέματα (καρύδια, μήλα κ.λπ.).
Τα παιδιά το πρωί θα βγουν πάλι να ψάλλουν:
Σήμερον τα Φώτα και ο Φωτισμός
και χαρά μεγάλη τ’ αφέντη μας.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
είναι η Παναγία η Δέσποινα
με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα.
Και ο Κύριός μας κεριά κρατεί,
και τον άγιο Γιάννη παρακαλεί:
– Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε,
δύνασαι φωτίσεις Θεού παιδί;
– Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Αύριο ν’ ανέβω στους ουρανούς
να καταπατήσω τα είδωλα,
να καταθυμιάσω τους ουρανούς
και θε να κατεβώ στον ποταμό
δια να βαπτίσω Σε τον Χριστόν.
Και εις έτη πολλά!
Και οι μεγάλοι, κατά το βράδυ, θα γυρίσουν να τραγουδήσουν με παραλλαγή τα ακόλουθα:
Σήμερον τα Φώτα – πιάστε, σφάχτε κότα
και χαρά μεγάλη – πιάστε, σφάχτε κι άλλη.
Κίνησε η Μαρία τη γη, τη γη,
σπάργανα μαζεύει και παρακαλεί:
– Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε,
δύνασαι … (συνεχίζοντας όπως τα προηγούμενα).
Στους πρωινούς τραγουδιστές έδιναν χρήματα, σταφίδες, κ.ά. ενώ στους μεγάλους καθώς μάλιστα το ζητούσαν, κότες και χρήματα.
Οι καλικάντζαροι
Προτού ξημερώσει οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν και φεύγουν, γυρνώντας στα κατάβαθα της γης, για να παραμείνουν όλο το χρόνο κόβοντας πάλι το δέντρο απ’ την αρχή. Και συγκεκριμένα, με το πρώτο λάλημα του άσπρου κι ύστερα του κόκκινου πετεινού, καρτερούν το τρίτο κράξιμο του μαύρου πετεινού και μ’ ένα στόμα όλοι, για φυγή και σωτηρία, πανικοβάλλονται και λένε:
Πάμετε να φύγουμε,
γιατί μας πήρε η μέρα,
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του
και μας κάνει τάλια τάλια
και μας ρίχνει στα λαγκάδια.
Και συνεχίζουν:
Τα νερά αγιαστήκανε,
οι χαρές χαθήκανε.
Πάμε εμείς να τρέξουμε,
πριν μας καταβρέξουνε
στ’ αγιασμένο το νερό
και χαθούμε απ’ το Σταυρό…
Ανανέωση των υδάτων
Με την Πρωτάγιαση τελειώνουν τα Δωδεκάημερα· τα νερά «βαφτίζονται» και μπορούν να λουστούν, να καθαριστούν και νηστεύοντας τη μέρα αυτή, να πιουν αγιασμό. Το νερό από τα βαρέλια και τα άλλα δοχεία, ως και από τις κορύτες που πίνουν οι κότες, το αδειάζουν από την προηγούμενη και το γεμίζουν με αγιασμένο νερό.
Τον αγιασμό με το μπουκαλάκι που φυλάνε στο εικονοστάσι, τον αδειάζουν στο νέο αγιασμό και το γεμίζουν με μεγάλο αγιασμό για να το ξαναφυλάξουν και να τον χρησιμοποιήσουν σαν γιατρικό.
Πηγή: Βασίλειος Παντ. Σαρλής, «Λαογραφικά Σύμμεικτα του Δήμου Φενεού Κορινθίας»
Κατηγορίες:ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ