ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η (Αφηγηματική) Τέχνη του Πολέμου: Μαρτυρίες και Μυθοπλασίες από την Μάχη του Ισθμού

Η τελευταία εικόνα πριν την καταστροφή της γέφυρας του Ισθμού, στις 26 Απριλίου 1941

Γράφει ο Νίκος Πουλόπουλος*

Ο πόλεμος ως γεγονός εξελίσσεται συνήθως σε δύο διαφορετικές φάσεις, μας έχουν υποδείξει οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήδη από τον καιρό του Ομήρου και της Ιλιάδας. Η πρώτη διατρέχει τον πραγματικό ιστορικό τόπο και χρόνο και ορίζει τις μοίρες των εμπλεκόμενων πλευρών στην ένοπλη διαμάχη. Η δεύτερη περιλαμβάνει την μετέπειτα αφηγηματική εξιστόρηση του και την διασπορά των όποιων πληροφοριών και εμπειριών έχουν διασωθεί από το πεδίο της μάχης και την τύχη των πρωταγωνιστών της σε ένα ευρύτερο κοινό.

Επειδή σαν σήμερα, πριν από 84 χρόνια, στις 26 Απριλίου του 1941, έλαβε χώρα η σημαντική μάχη γύρω από την περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου μεταξύ των Συμμαχικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Ελλάδα και επίλεκτων δυνάμεων του γερμανικού στρατού, θα ήθελα να αφιερώσω λίγο χώρο και χρόνο στον τρόπο με τον οποίο διασώθηκε και διαδόθηκε αυτό το ιστορικό γεγονός μέσα από τα γραπτά ενός Νεοζηλανδού, ενός Βρετανού και ενός Αυστραλού που βίωσαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την Μάχη του Ισθμού και έγραψαν οι δύο πρώτοι τις προσωπικές τους μαρτυρίες, ενώ ο τρίτος ένα υβρίδιο μαρτυρίας και μυθοπλασίας.

Ο πόλεμος, πέρα από τα ιστορικά γεγονότα και τις πολιτικές συνέπειες, αποτελεί βαθιά υπαρξιακή εμπειρία που εγγράφεται ανεξίτηλα στη συλλογική και προσωπική μνήμη των πρωταγωνιστών του. Η αναμέτρηση του ανθρώπου με την απώλεια, τη βία, την συνεχή διαφυγή, τον αγώνα για επιβίωση και τον εγκλεισμό έχει καταγραφεί με δύο κυρίαρχους τρόπους: μέσω των προσωπικών μαρτυριών και της λογοτεχνικής μυθοπλασίας. Η μελέτη αυτών των δύο μορφών αφήγησης αποκαλύπτει όχι μόνο τις διαφορετικές οπτικές του πολέμου, αλλά και τις δυνατότητες και τα όριά τους ως μέσα καταγραφής και κατανόησης της ιστορικής τραυματικής εμπειρίας.

Ο Fred Woollams υπήρξε στρατιώτης του 2ου Λόχου, του 19ου Τάγματος, της 2ης Μεραρχίας του στρατού της Νέας Ζηλανδίας που συμμετείχε στο Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα που στάλθηκε στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1941. Ο λόχος του την ημέρα εκείνη ήταν επιφορτισμένος με την διαφύλαξη της γέφυρας του Ισθμού μέχρι να περάσει το σύνολο των Συμμαχικών δυνάμεων προς Πελοπόννησο και είχε λάβει θέσεις στον λόφο «Κλεπτοράχη», κοντά την διώρυγα, από την πλευρά του Λουτρακίου. Στην γραπτή του μαρτυρία με τίτλο «Η Κόρινθος και Όλα τα Σχετικά» (Corinth and All That), ένα βιβλίο που εκδόθηκε με το τέλος του πολέμου, το 1945, και είχε άμεση εκδοτική επιτυχία, ο πρωταγωνιστής αφηγείται τα γεγονότα που βίωσε από την Μάχη του Ισθμού στις 26 Απριλίου του 1941, μέχρι και την σύλληψη του δεκαοκτώ περίπου  μήνες αργότερα.

Fred και Marsaile Woollams, στο γάμο τους το 1939.

Ήδη από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου του ο Woollams μας προϊδεάζει για την σχεδόν χολιγουντιανών διαστάσεων περιπέτεια την οποία επρόκειτο να μας αφηγηθεί καθώς η επίθεση των γερμανικών δυνάμεων στον Ισθμό της Κορίνθου με το πρώτο φως της 26ης Απριλίου, έμοιαζε βγαλμένη από σενάριο επιστημονικής φαντασίας,

Η καινούργια μέρα φώτισε. Οι κουρασμένοι άνδρες κοιμόντουσαν. Στις 6:30 ξεκίνησε ένας εκκωφαντικός θόρυβος από μηχανές αεροπλάνων και βόμβες που εκρήγνυνταν πυκνά τριγύρω μας από όλες τις κατευθύνσεις. Οι εκρήξεις συνεχίστηκαν για μισή ώρα και καθόλη την διάρκεια αυτή τα αυστραλιανά αντιαεροπορικά που θα μας προστάτευαν είχαν σιγήσει ενώ οι πυροβολητές τους είχαν αφανιστεί ως τον τελευταίο στρατιώτη. Στις 7:00 ξεκίνησαν μεγάλα γερμανικά μεταγωγικά Junkers 52 να πετούν πάνω από τα κεφάλια μας σε ύψος μικρότερο των 200 μέτρων. Έρχονταν σε κύματα των τριών, εκατοντάδες από αυτά, ρίχνοντας αλεξιπτωτιστές, και ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε κάτι τέτοιο. Και μόνο η εξωπραγματική αυτή εικόνα μου έφερε στο νου το μυθιστόρημα του H.G. Wells «Αυτά που Πρόκειται να Έρθουν» (Things to Come), ειδικά όταν ξεκίνησαν να ρίχνουν από τον ουρανό και πολεμοφόδια, μοτοσυκλέτες, βαρύ οπλισμό και όλα αυτά να ξεχωρίζουν με διαφορετικού χρωματισμού αλεξίπτωτα.

Η μάχη πέριξ του Ισθμού είχε τελειώσει μέσα στις επόμενες τρεις ώρες και όσοι στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων κατάφεραν να διασωθούν ή να μη συλληφθούν από αυτήν την γερμανική επέλαση-αστραπή από αέρος, έψαχναν απεγνωσμένα καταφύγιο σε υψηλότερα σημεία του Κορινθιακού ορίζοντα. Ο Fred, μαζί με τέσσερεις ακόμα συμπολεμιστές του ξεκίνησαν μια πορεία πάνω από το Λουτράκι με κατεύθυνση προς Μέγαρα και αυτή θα είναι η ζωή του, ένα συνεχές, καθημερινό, πέρα δώθε στην οροσειρά των Γερανείων, μέχρι και την τελική του σύλληψη από τον Οκτώβριο του 1942. Η επιβίωση όλο αυτό το διάστημα υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη. Η δυνατότητα διαφυγής του ήταν αδύνατη ενώ οι κίνδυνοι σύλληψης του επαυξήθηκαν με την επικήρυξη τους με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από τις κατοχικές δυνάμεις. Οι μεγαλύτερες προκλήσεις όμως ήταν ο καθημερινός αγώνας για ανεύρεση φαγητού καθώς και οι συχνές κρίσεις της υγείας του λόγω της ελονοσίας που άρχισε να υποφέρει. Το θέμα με τη σίτιση το είχαν αναλάβει μια πλειάδα Ελλήνων κτηνοτρόφων, αγροτών, μοναχών και απλών πολιτών που απλόχερα προσέφεραν τρόφιμα στους εκατοντάδες φυγάδες της Μάχης του Ισθμού που περιφέρονταν για μήνες στην περιοχή των Γερανείων. Το πρόβλημα υγείας του Woollams το διευθετούσε στο μέγιστο δυνατό μια Ελληνίδα νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού που του χορηγούσε στα κρυφά, μέσω ενός δικτύου γνωστών της που ξεκινούσε από τα Μέγαρα και έφτανε ως την Κόρινθο, χαπάκια κινίνης που κατεύναζαν τα συμπτώματα της ασθένειας του.

Το εξώφυλλο από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του Fred Woollams το 1945

Αυτό που εντυπωσιάζει στη μαρτυρία του Woollams, εκτός από τον ωμό ρεαλισμό και την αφηγηματική αμεσότητα που προσδίδει η αυθεντική ματιά του στην ένταση, τον φόβο και την τραυματική εμπειρία του πολέμου και της προσπάθειας επιβίωσης και διαφυγής από τον εχθρό, είναι η σταδιακή «οδύσσεια» μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή-αφηγητή. Τόσο το τοπίο και η φύση τριγύρω του, που τον αφομοιώνουν σιγά σιγά, όσο και οι καθημερινοί άνθρωποι που ανταμώνει και συναναστρέφεται, τον κάνουν κάθε μέρα περισσότερο να αισθάνεται πιο Έλληνας, να μιλάει τα ελληνικά και να φτάνει να καταθέτει την ώρα που συλλαμβάνεται ότι … η καταγωγή του είναι από την Κόρινθο! Αυτό και μόνο φτάνει για να εξηγήσει τον τίτλο του βιβλίου του! Η Κόρινθος, ως χώρος της μαρτυρίας, γίνεται όχι απλώς γεωγραφικό σημείο αλλά τοπίο μνήμης, όπου συναντώνται διαφορετικοί πολιτισμοί, στρατιωτικές στρατηγικές και προσωπικές μοίρες.

Εξίσου πολυδιάστατη και συγκινητική είναι η περίπτωση του Βρετανού Bernard Harris, ο οποίος στο βιβλίο του «Τα Μπλουζ του Συρματοπλέγματος: Η Μαρτυρία ενός Τυφλωμένου Μουσικού για την Πολεμική του Ομηρεία, 1940-1943» (BarbedWire Blues: A Blinded Musicians Memoir of Wartime Captivity 1940–1943), παρουσιάζει την εμπειρία του, μετά την Μάχη του Ισθμού, και κατά τη διάρκεια της νοσηλείας και αιχμαλωσίας του από τις δυνάμεις του Άξονα. Η μαρτυρία του συνδυάζει την απώλεια της φυσικής όρασης με μια βαθιά διεισδυτική αντίληψη της πραγματικότητας μέσω της μουσικής. Ο πόλεμος εδώ δεν καταστρέφει μόνο σωματικά, αλλά δοκιμάζει και τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και τον κόσμο, καθιστώντας την αφήγηση του Harris μοναδική συμβολή στη μνήμη του πολέμου.

Ο Bernard Harris ήταν μουσικός και μέλος της στρατιωτικής μπάντας του 4ου Συντάγματος των Ουσάρων.  Την 26η Απριλίου 1941, η μονάδα του ήταν επιφορτισμένη με την διαφύλαξη της γέφυρας του Ισθμού από την πλευρά της Ποσειδωνίας καθώς και την παράλια οδική αρτηρία Ποσειδωνίας – Κορίνθου. Ο ίδιος βρέθηκε το πρωί της ημέρας εκείνης με ένα περίστροφο και λίγες σφαίρες, χωρίς να φανταζόταν στο ελάχιστο τι επρόκειτο ν’ ακολουθήσει. Η γερμανική επέλαση από αέρος μεταμόρφωσε το τοπίο εν ριπή οφθαλμού σε μια χαοτική ζώνη πολέμου, ενώ ο ίδιος βρέθηκε να ψάχνει απεγνωσμένα κάλυψη κάτω από ένα από τα φορτηγά της μονάδας του. Σύντομα, περικυκλωμένος από πάνοπλους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, θα βρεθεί αιχμάλωτος και σε πεζοπορία προς την Κόρινθο. Ξαφνικά,

Ενώ περπατούσα, με τα χέρια ψηλά και τον Γερμανό αλεξιπτωτιστή με το όπλο να με ακολουθεί, χτυπήθηκα, σκόνταψα και έπεσα άτσαλα στο έδαφος. Είχα πυροβοληθεί από πίσω μου. Η σφαίρα μπήκε από το πίσω μέρος του αριστερού μου αγκώνα και βγήκε από το μπροστινό μέρος του χεριού μου… Έπεσα κάτω με διπλωμένο το αριστερό μου χέρι και ξαφνικά ήταν σαν να έσβησαν τα φώτα.

Αυτή ήταν μόνο η αρχή της τραυματικής εμπειρίας του Harris. Λίγη ώρα αργότερα, ξαπλωμένος ακόμα στο έδαφος, άρχισε να ανακτά πάλι τις αισθήσεις του,

Η μάχη συνεχιζόταν. Πρέπει να είχε περάσει καμιά ώρα, αφού ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό και μου έκαιγε τα μάτια. Δεν μπορούσα να κουνήσω το αριστερό μου χέρι και καθώς φορούσα ακόμα το κράνος, χρησιμοποίησα το δεξί μου για να σκεπάσω τα μάτια μου με το κράνος από τον ήλιο. Ένας Γερμανός στρατιώτης είδε αυτήν μου την κίνηση και ήρθε κοντά μου να με ελέγξει. Ήρθε από πάνω μου και κλώτσησε το κράνος από το πρόσωπο μου. Τώρα μπορούσα μόνο να δω το πιστόλι του σε απόσταση ενός μέτρου από το πρόσωπο μου.

Ακολούθησε ο εξ’ επαφής πυροβολισμός του Γερμανού που διαπέρασε το δεξί μάτι του Harris, ο οποίος αφέθηκε πίσω ως νεκρός. Τα επόμενα τρία κεφάλαια του βιβλίου του διηγούνται την διαμονή και περίθαλψη του βαριά τραυματισμένου στρατιώτη σε ένα από τα δύο ξενοδοχεία της Κορίνθου που χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινές νοσοκομειακές δομές/κρατητήρια για τους Βρετανούς και τους συμμάχους τους. Ο Harris ήταν ο πιο βαριά τραυματισμένος και εκτός του διαλυμένου αριστερού του χεριού, είχε χάσει το φως του και από τα δυο του μάτια, ήταν τυφλός. Χωρίς κάποιον γιατρό να του παράσχει την απαιτούμενη περίθαλψη, βρισκόταν τον περισσότερο χρόνο της ημέρας βαριά ναρκωμένος και μπορούσε μόνο να «βλέπει» μέσα από τα μάτια ενός ακόμα βρετανού τραυματία στο διπλανό κρεβάτι από το δικό του. Καθώς περνούσε ο χρόνος, μια μέρα αισθάνθηκε τα δάκτυλα κάποιου να προσπαθούν ν’ανοίξουν το στόμα του. Αργότερα έμαθε ότι ήταν μια νεαρή Κορίνθια, καθώς δεν υπήρχαν ούτε νοσοκόμες γι’ αυτές της δουλειές και Κορίνθιοι και Κορίνθιες, απλοί πολίτες, προσέφεραν υπηρεσίες στους τραυματίες. Η κοπέλα αυτή, που την έλεγαν Μάρα, προσπαθούσε κάθε μέρα να τον ταΐσει ένα βραστό αυγό που έφερνε από το σπίτι της και που ήταν για μέρες το μοναδικό του γεύμα. Από τις πληροφορίες που ελάμβανε από τον διπλανό του, τον Toby, η κοπέλα αυτή, η Μάρα ήταν η μοναδική ξανθιά Ελληνίδα που έρχονταν για φροντίδα αποκλειστικά του Harris στο ξενοδοχείο. Ήταν αρχαιοελληνικού κάλλους και φυσικά ο ήρωας μας μετάνιωνε το γεγονός ότι δεν είχε όραση κυρίως για να δει αυτό το θεσπέσιο πλάσμα.

O Harris ύστερα από μερικές μέρες μεταφέρθηκε σε κανονικό νοσοκομείο, στην Κοκκινιά, κάτι που συνέτεινε στην αποκατάσταση του αριστερού του χεριού και της όρασης του αριστερού του ματιού. Όμως το γεγονός ότι επιβίωσε αρχικά οφείλεται, όπως εξιστορεί,

… πάνω απ’ όλα και όλους, στην Μάρα. Η ζεστασιά της, η ευγένεια της, το χιούμορ της, η στοργή της, η φιλία της και η όρεξη της για ζωή μου προσέφερε αυτό το κάτι έξτρα που χρειαζόμουν για να συνεχίσω να ζω. Αυτά … και φυσικά τα βραστά της αυγά!

Το στοιχείο που καθιστά τη μαρτυρία του Harris απολύτως ξεχωριστή είναι η παρουσία της μουσικής στην συνέχεια της αιχμαλωσίας του, όχι μόνο ως προσωπική δεξιότητα, αλλά και ως θεμελιώδης δομή αφήγησης και επιβίωσης. Η μουσική, στην οποία ανατρέχει ο Harris τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, γίνεται το μέσο με το οποίο ερμηνεύει την πραγματικότητα του στρατοπέδου συγκέντρωσης που θα βρεθεί στη συνέχεια. Σε πολλά σημεία του κειμένου, περιγράφει πώς έπαιζε μουσική για άλλους αιχμαλώτους ή για φρουρούς. Αυτές οι στιγμές δεν λειτούργησαν απλώς ως “παύσεις” στη σκληρή καθημερινότητα, αλλά ως πράξεις ίασης και αντίστασης. Μπορούμε να πούμε πως το BarbedWire Blues δεν είναι μόνο αφήγηση, αλλά μια μορφή γραπτής μουσικής σύνθεσης, ένα είδος ρεμπέτικου της αιχμαλωσίας.

Παρόλο που οι μαρτυρίες και η μυθοπλασία διαφοροποιούνται ως προς τη φύση τους —η πρώτη καταγράφει, η δεύτερη μεταπλάθει—, συχνά συγκλίνουν ως προς τον σκοπό: τη διατήρηση της μνήμης και τη μετάδοση εμπειρίας. Σε αντιπαραβολή προς τις μαρτυρίες, η λογοτεχνική μυθοπλασία επιχειρεί να αναπαραστήσει την πολεμική εμπειρία όχι μόνο μέσα από γεγονότα, αλλά μέσω σχέσεων, χαρακτήρων και δομικών αφηγήσεων που αποτυπώνουν την εσωτερική αλήθεια των συγκρούσεων. Το μυθιστόρημα «Νηνεμία» (The Winds are Still) του εξαιρετικού Αυστραλού δημοσιογράφου και συγγραφέα John Hetherington συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης. Βασισμένο στις εμπειρίες του Hetherington ως κύριου πολεμικού ανταποκριτή του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Ελλάδα της Αυστραλιανής Herald, των Βρετανικών Times και των Αμερικανικών New York Times, έγινε μπεστ-σέλερ στην Αυστραλία και κέρδισε το βραβείο του καλύτερου πολεμικού μυθιστορήματος το 1947 που πρωτοκυκλοφόρησε.

Η πρώτη έκδοση του The Winds Are Still

Η αφήγηση του Hetherington επικεντρώνεται σε έναν Αυστραλό αξιωματικό, τον Ταγματάρχη Hugh Roberts, ο οποίος μαζί με έναν άλλο Αυστραλό και τέσσερεις Βρετανούς στρατιώτες προσπαθούν να διαφύγουν μετά την Μάχη του Ισθμού προς τις ακτές της Πελοποννήσου και να βρουν τρόπο να περάσουν στην Κρήτη ή την Αίγυπτο. Αρχικά, μέσω κάποιων Ελλήνων που δέχονται να τους βοηθήσουν προσπαθούν να πάνε στο Λουτράκι και να φύγουν ίσως με κάποιο καΐκι από εκεί. Όμως αυτή τους η προσπάθεια είναι αποτυχημένη και συνεχίζουν την φυγή τους αυτή την φορά προς Βραχάτι. Εκεί, ένας ντόπιος, ο Ανδρέας Μπουντούρης, με την βοήθεια των τριών γιών του και του ιερέα του χωριού, του Παπακανελλόπουλου, σχεδιάζουν άλλη μια προσπάθεια να φυγαδευτούν οι στρατιώτες με ένα καΐκι του Εμπειρίκου. Το σχέδιο για άλλη μια φορά αποτυγχάνει καθώς μια γερμανική περίπολος μαθαίνει τα σχέδια τους και περικυκλώνει την οικία του Μπουντούρη που κρύβονται. Τελευταία στιγμή καταφέρνουν να ξεφύγουν και να συνεχίσουν τον δρόμο τους προς τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου όπου και τελικά θα καταφέρουν, μετά από πολλές περιπέτειες, να επιτελέσουν τον σκοπό τους και να διαφύγουν στην Αίγυπτο.

Σκίτσο από το μυθιστόρημα του John Hetherington

Η γραφή του Hetherington χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό και συναισθηματική ένταση, αποτυπώνοντας τις ψυχολογικές και σωματικές δοκιμασίες των αιχμαλώτων. Η αφήγηση αναδεικνύει τις αντιφάσεις του πολέμου, παρουσιάζοντας τόσο την αγριότητα όσο και τις στιγμές αλληλεγγύης μεταξύ των αιχμαλώτων και των ντόπιων. Το έργο έχει αναγνωριστεί για την αξία του στην αποτύπωση της αυστραλιανής στρατιωτικής εμπειρίας και της πολιτισμικής αλληλεπίδρασης στην κατεχόμενη Ελλάδα.​

Οι μαρτυρίες του Fred Woollams και του Bernard Harris, όπως και το μυθιστόρημα του John Hetherington, συνιστούν πολυσήμαντα παραδείγματα της πολεμικής αφήγησης γύρω από την Μάχη του Ισθμού. Οι μαρτυρίες και οι μυθοπλασίες του πολέμου αποτελούν δύο διαφορετικούς αλλά αλληλοσυμπληρούμενους τρόπους προσέγγισης του τραύματος, της απώλειας, και τελικά της ανθρώπινης ανθεκτικότητας. Μαζί, αποτυπώνουν την  σημασία και πολυπλοκότητα της πολεμικής εμπειρίας την εποχή εκείνη και αναδεικνύουν ως επίκεντρο της την ευρύτερη περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου, ενώ αποδεικνύουν πως η κατανόηση του πολέμου δεν εξαντλείται στην ιστορική καταγραφή, αλλά διευρύνεται μέσα από την αφηγηματική αναπαράσταση, είτε αυτή είναι πραγματική είτε φανταστική.

* Ο Νίκος Πουλόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι-Σεντ Λούις

Θα παρουσιαστεί η ιστορία του μεγαλύτερου στρατοπέδου συγκέντρωσης των Βαλκανίων, που ιδρύθηκε στην Κόρινθο μετά τη μάχη, φωτίζοντας άγνωστες πτυχές της κατοχικής εμπειρίας στην περιοχή.

Ώρα έναρξης: 7:30 μ.μ.
Συνδιοργάνωση: Κορινθιακό Εργαστήριο Ιστορίας – Δήμος Κορινθίων – Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

1 reply »

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.